πορταμέντο

πορταμέντο
το, Ν
μουσ. η βαθμιαία μετάβαση από έναν φθόγγο σε άλλον με χρησιμοποίηση όλων τών χρωματικών υποδιαιρέσεων τού τόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portamento < portare «φέρω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι — Μουσικό τετράχορδο όργανο, παρόμοιο με την κιθάρα. Το γ. είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης όπου είναι περισσότερο γνωστό ως χαβανέζικη κιθάρα. Πορτογαλικής προέλευσης, έγινε γνωστό στα νησιά αυτά στο τέλος του 19ου αι. ως παραλλαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”